ντάρα

ντάρα
η вес тары, упаковки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ντάρα" в других словарях:

  • ντάρα — ντάρα, η και τάρα, η (λ. ιταλ.), το απόβαρο: Πάρε την ντάρα του δοχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντάρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ.) στην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. * * * η βλ. τάρα …   Dictionary of Greek

  • τάρα — (I) και ντάρα, η, Ν 1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο 2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» ζυγίζω το απόβαρο β) «βγάζω την τάρα» αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος γ) «μάς βγάλανε ντάρα» μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς… …   Dictionary of Greek

  • Thesprotiko — (Greek: Θεσπρωτικό meaning Thesprotian) is a municipality in the Preveza Prefecture, Greece. Population 5,474 (2001). The village name was first known as Lelova (Λέλοβα) until April 1, 1927 when it adopted its current name. It became a… …   Wikipedia

  • Thesprotiko — Stadtgemeinde Thesprotiko Δήμος Θεσπρωτικού …   Deutsch Wikipedia

  • Πάρθοι — Αρχαίος ιρανικός λαός, εγκατεστημένος από τους αρχαιότατους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας –που από αυτούς ονομάστηκε Παρθία– η οποία συνορεύει με την Υρκανία, τη Μηδία, την Καρμανία, την Αριανή και την περσική έρημο. Πολεμιστές… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • τάρα — τάρα, η και ντάρα, η (λ. ιταλ.), απόβαρο: Αφαιρώ από το βάρος την τάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»